- διαρρέοντας
- διαρρέωflow throughpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)διαρρέωflow throughpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Μόσας ή Μάας — (γαλλ. Meuse, φλαμανδ. Maas). Ποταμός (μήκος 900 χλμ., έκταση λεκάνης απορροής 49.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, όπου τα νερά του συγχέονται κατά ένα μέρος με τα νερά του Ρήνου, στα πλαίσια ενός… … Dictionary of Greek
Ορινόκος — (Orinoco). Ποταμός της Νότιας Αμερικής, ολόκληρος σχεδόν στη Βενεζουέλα, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό με ένα ευρύ δέλτα (Δέλτα Αμακούρο, 2.0000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τη Σιέρα Παρίμα, στο νότιο τμήμα της Βενεζουέλας (έδαφος του Αμαζονίου)… … Dictionary of Greek
Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… … Dictionary of Greek
τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που … Dictionary of Greek
Βιστούλας — (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος του Ντάντσιχ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
Ντβινά, Δυτικός — (ρωσ. Zapadnaya Dvina, λετον. Daugava). Ποταμός (1.020 χλμ.) της Ρωσίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα. Πηγάζει από τα υψώματα Βαλντάι (Ρωσική Δημοκρατία), λίγο βορειότερα της Αντρεαπόλ· αρχικά ρέει προς ΝΔ αγγίζοντας το Βελίτς και συμβάλλει… … Dictionary of Greek